- ξαναμμένος
- -η, -οβλ. ξανάβω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξανάβω — και ξανάφτω 1. ανάβω εκ νέου 2. ερεθίζω, φλογίζω 3. διεγείρω, εξάπτω («τόν ξάναψε η συζήτηση») 4. διεγείρομαι, κορώνω, φουντώνω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξαναμμένος, η, ο αναψοκοκκινισμένος, φουντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ανάβω … Dictionary of Greek
φλογοιδούμαι — έομαι, Μ είμαι ξαναμμένος και πρησμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»] … Dictionary of Greek
ξανάβω — ξανάβω, ξάναψα, ξαναμμένος βλ. πίν. 7 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξανάβω — και ξανάφτω ξάναψα, ξαναμμένος 1. μτβ., ανάβω. 2. για τραύματα, πληγές, ερεθίζω, φλογίζω: Ο δρόμος τη λαβωματιά μου ξάναψε λιγάκι. 3. αμτβ., ερεθίζομαι, φλογίζομαι: Μην ξύνεις την πληγή σου, γιατί ξανάφτει. 4. μτφ., ξεσηκώνω, ξεσηκώνομαι, εξάπτω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)